Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

ΟΥΔΕΙΣ ΓΝΩΣΤΗΣ ΣΤΗ ΖΩΗ




Ένα ζευγάρι όμορφο αητός και περιστέρα,
πέντε αγόρια κάνανε και μια θυγατέρα.

Αυτοί με την αγάπη τους και τη σκληρή δουλεία τους,
μεγάλωσαν και πάντρεψαν τα έξι τα παιδιά τους.

Σπίτια τους κάναν βολικά με σάλες και μπαλκόνια,
να ζήσουνε όλοι άνετα οι νύφες και τα εγγόνια.

Και εκεί που όλοι ήτανε καλά και ευτυχισμένοι,
η μάνα τους αρρώστησε και ξαφνικά πεθαίνει.

Την μανά τους εθάψανε κι ο γέρος την κυρά του,
συμβούλιο μετά έκανε αυτός και τα παιδιά του.

Και ένας-ένας φύγανε χωρίς να βρούνε λύση
και έμεινε ο γέρος μόνος το πρόβλημα να λύσει.

Και κουρασμένος ξάπλωσε στο έρημο κρεβάτι,
όλη την νύχτα ξάγρυπνος χωρίς να κλείσει μάτι.

Τόσες θυσίες έκανε τόσο μεγάλο αγώνα
και δεν υπήρχε πια για αυτόν αγάπης μια σταγόνα.

Το σπίτι του ΄ρχετε μικρό πλέον δεν τον χωράει,
θέλει να φύγει μακριά κάπου αλλού να πάει.

Λίγα ρουχαλάκια έβαλε μες στην βαλίτσα μόνο,
και έκλεισε το σπιτάκι του με στεναγμό και πόνο.

Χαιρέτησε το κλήμα που είχε στην αυλή του,
τις γλάστρες που ξεράθηκαν σαν έφυγε η καλή του.

Κλείνει την πόρτα της αυλής και στέκει παραπέρα
και κοιτάζει το σπιτάκι του για τελευταία μέρα.

Σέρνει τα βήματα βαρεία πονάει η καρδιά του
και πλέον δεν θα έβρισκε ξανά την γειτονιά του.

Κεράκι πήγε και άναψε σ` αυτήν που ΄χε αγαπήσει
και της ορκίστηκε ποτέ δεν θα την λησμονήσει.

Κλαίγοντας έφυγε από το νεκροταφείο
και παίρνει τον δρόμο για το γηροκομείο.


Το αφιερώνω με πολύ αγάπη σ` αυτούς που μας περιμένουν, χαρίζονταν τους στοργή και αγάπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου